- χειλεοπλασία
- η, Νιατρ. βλ. χειλεοπλαστία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χειλεοπλαστία — και χειλεοπλασία και χειλεοπλαστική, η, Ν ιατρ. πλαστική εγχείρηση για τον ανασχηματισμό χείλους που παρουσιάζει δυσμορφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cheiloplastie < χείλος + πλάσσω. Το επίθ. χειλεοπλαστικός μαρτυρείται από το 1895… … Dictionary of Greek
χειλοπλαστία — η, Ν βλ. χειλεοπλασία … Dictionary of Greek